επαρκώ — βλ. πίν. 76 (κυρίως στον ενεστ., παρατατ. και αόρ. υποτακτ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επαρκώ — επάρκεσα, αμτβ., είμαι επαρκής, είμαι αρκετός, είμαι όσος χρειάζεται για κάποια ανάγκη, φτάνω: Δε θα επαρκέσουν αυτά τα χρήματα για τις διακοπές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπαρκῶ — ἐπαρκέω to be strong enough for pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπαρκέω to be strong enough for pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπαρκέω to be strong enough for pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπαρκέω to be strong enough for … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρκώ — (AM ἀρκῶ έω) 1. επαρκώ, είμαι αρκετός, ικανοποιώ 2. αρκούμαι μου είναι αρκετό κάτι, μου φθάνει, το βρίσκω ικανοποιητικό 3. τα αρκούντα αρκετή ποσότητα αρχ. 1. αποκρούω, αποσοβώ 2. προστατεύω, υπερασπίζω 3. βοηθώ 4. κατορθώνω, πραγματοποιώ.… … Dictionary of Greek
εξαρκώ — (AM ἐξαρκώ, έω) 1. (για πράγμ.) είμαι αρκετός, επαρκώ, φτάνω («ὁ βίος μοι δοκεῑ τῷ μήκει τοῡ λόγου οὐκ ἐξαρκεῑν, Πλάτ.) 2. απρόσ. είναι αρκετό, «φθάνει», αρκεί («ἐξήρκει ἡμῑν... ἡσυχίην ἄγειν», Ηρόδ.) 3. (για πρόσ.) αντέχω σε κάτι, είμαι αρκετά… … Dictionary of Greek
συνεκποιώ — έω, Α 1. είμαι αρκετός, επαρκώ 2. μέσ. συνεκποιοῡμαι, έομαι είμαι επαρκώς εφοδιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκποιῶ «χορηγώ, επαρκώ»] … Dictionary of Greek
αμηχανώ — ἀμηχανῶ ( έω) (Α) [αμήχανος] 1. είμαι αμήχανος, βρίσκομαι σε αμηχανία, δεν ξέρω τί να κάνω 2. βρίσκομαι σε ένδεια, σε ανάγκη, έχω οικονομικές στενοχώριες, δεν επαρκώ για τις ανάγκες τού βίου 3. φρ. «ἀμηχανῶν βιοτεύω», ζω με στερήσεις … Dictionary of Greek
αντέχω — (AM ἀντέχω, Α κ. ἀντίσχω) 1. έχω αντοχή, διατηρώ δυνάμεις 2. αντιστέκομαι, δεν υποχωρώ, βαστώ 3. διατηρώ τις ιδιότητες μου, διατηρούμαι 4. έχω την απαραίτητη στερεότητα 5. υπομένω, υποφέρω με καρτερία νεοελλ. 1. μπορώ να αντεπεξέλθω σε κάτι 2. φρ … Dictionary of Greek
αντιχράω — ἀντιχράω (Α) αρκώ, επαρκώ … Dictionary of Greek
απαρκώ — ἀπαρκῶ ( έω) (Α) 1. επαρκώ, φθάνω 2. είμαι ικανοποιημένος, συμφωνώ … Dictionary of Greek